-
1 επεικάσαι
ἐπεικά̱σᾱͅ, ἐπεικάζωsurmise: fut part act fem dat sg (doric)ἐπεικά̱σᾱͅ, ἐπεικάζωsurmise: fut part act fem dat sg (doric)ἐπεικάζωsurmise: aor inf actἐπεικάσαῑ, ἐπεικάζωsurmise: aor opt act 3rd sgἐπεικάζωsurmise: aor inf actἐπεικάσαῑ, ἐπεικάζωsurmise: aor opt act 3rd sg -
2 ἐπεικάσαι
ἐπεικά̱σᾱͅ, ἐπεικάζωsurmise: fut part act fem dat sg (doric)ἐπεικά̱σᾱͅ, ἐπεικάζωsurmise: fut part act fem dat sg (doric)ἐπεικάζωsurmise: aor inf actἐπεικάσαῑ, ἐπεικάζωsurmise: aor opt act 3rd sgἐπεικάζωsurmise: aor inf actἐπεικάσαῑ, ἐπεικάζωsurmise: aor opt act 3rd sg -
3 ἐπεικάζω
A surmise, guess, ἦ καὶ δάμαρτα τήνδ' ἐπεικάζων κυρῶ κείνου; am I right in surmising that she is his wife? S.El. 663;τάσδ' ἐπεικάσας τύχω χοὰς φερούσας; A.Ch.14
, cf. 567; ὡς ἐπεικάσαι πάθη πάρεστι as one may read the riddle of their fates, ib. 976; ὡς ἐπεικάσαι as far as one may guess, Hdt.9.32; ὅσ' ἐπεικάσαι (Bothe for ὡς) S.OC 152 (lyr.);ὥς γ' ἐπεικάζειν ἐμέ Id.Tr. 1220
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεικάζω
См. также в других словарях:
ἐπεικάσαι — ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ , ἐπεικάζω surmise aor opt act 3rd sg ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεικάζω — ἐπεικάζω (Α) εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»] … Dictionary of Greek